μουμτζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουμτζής < οθωμανική τουρκική مومجی (mumcu) (τουρκική mumcu)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mumˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μουμ‐τζής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουμτζής αρσενικό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) ο κηροποιός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Μουμτζής (επώνυμο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουμτζής
→ δείτε τη λέξη κηροποιός |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)