μουστοπάτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μουστοπάτι | τα | μουστοπάτια |
γενική | του | μουστοπατιού | των | μουστοπατιών |
αιτιατική | το | μουστοπάτι | τα | μουστοπάτια |
κλητική | μουστοπάτι | μουστοπάτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουστοπάτι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) το πάτημα των σταφυλιών για την παραγωγή μούστου που πραγματοποιείται στις λινούδες ή ληνούς (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
το πάτημα των σταφυλιών
|
Πηγές[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)