μπάτζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπάτζος | οι | μπάτζοι |
γενική | του | μπάτζου | των | μπάτζων |
αιτιατική | τον | μπάτζο | τους | μπάτζους |
κλητική | μπάτζε | μπάτζοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπάτζος < αρωμουνική batzio
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπάτζος αρσενικό
- (τυρί) είδος αιγοπρόβειου, μερικώς (15%) αποβουτυρωμένου, μαστιχάτου τυριού ΠΟΠ της ευρύτερης περιοχής της Δυτικής Μακεδονίας
- (τυρί) ημίσκληρο, ημίλευκο τυρί με εσωτερικές πολυπληθείς τρύπες, κατάλληλο για σαγανάκι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μπάτζος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπάτζος
|