μπάφιλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπάφιλος οι μπάφιλοι
      γενική του μπάφιλου των μπάφιλων
    αιτιατική τον μπάφιλο τους μπάφιλους
     κλητική μπάφιλε μπάφιλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπάφιλος < → δείτε τη λέξη πάφιλας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈba.fi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπά‐φι‐λος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπάφιλος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]