μπέντουλας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπέντουλας | οι | μπέντουλες |
γενική | του | μπέντουλα | των | μπέντουλων |
αιτιατική | τον | μπέντουλα | τους | μπέντουλες |
κλητική | μπέντουλα | μπέντουλες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπέντουλας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπέντουλας αρσενικό
- (ναυτικός όρος, αλιεία, ιδιωματισμός) αλιευτικό εργαλείο, δίχτυ που βυθίζεται κρεμασμένο[1], ειδικό για μικρά αλιεύματα (όπως γαρίδα, αθερίνα και άλλα)
- ※ Μπέντουλας, Φορητός μπέντουλας LNP, Μπέντουλας σκάφους LNB, Σταθερός μπέντουλας ακτής
- Κατάλογος κατηγοριών αλιευτικών εργαλείων/αλιευτικών σκαφών από τη διεθνή πρότυπη στατιστική ταξινόμηση αλιευτικών εργαλείων (ISSCFG), ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 217/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2009 σχετικά με την υποβολή στατιστικών για τις αλιεύσεις και την αλιευτική δραστηριότητα των κρατών μελών που αλιεύουν στο Βορειοδυτικό Ατλαντικό (αναδιατύπωση)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπέντουλας
|
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βαρύμαγκας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αλιεία (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από νόμους (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)