μπαλαντσίνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπαλαντσίνι | τα | μπαλαντσίνια |
γενική | του | μπαλαντσινιού | των | μπαλαντσινιών |
αιτιατική | το | μπαλαντσίνι | τα | μπαλαντσίνια |
κλητική | μπαλαντσίνι | μπαλαντσίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαλαντσίνι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) το σκοινί που χρησιμοποιείται για να κρατήσει την μάτσα της μαΐστρας για να μην πέσει