μπατσικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπατσικό | τα | μπατσικά |
γενική | του | μπατσικού | των | μπατσικών |
αιτιατική | το | μπατσικό | τα | μπατσικά |
κλητική | μπατσικό | μπατσικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπατσικό ουδέτερο
- (μειωτικό) το περιπολικό της αστυνομίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπατσικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μπατσικό