μπεκρολόγημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπεκρολόγημα < μπεκρολογ(ώ) + -ημα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπεκρολόγημα και μπεκρολόι ουδέτερο
- το μεθύσι, η άμετρη κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μεθύσι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπεκρολόγημα
→ δείτε τη λέξη μεθύσι |