μπιελάρ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]- για μηχάνημα που έχει βλάβη που δεν επιδέχεται επισκευής επί τόπου
- (μεταφορικά) για άτομο που έχει εξαντληθεί, τρελαθεί
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- μπιέλα (από τα ιταλικά)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπιελάρ
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μπιελάρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ως επίρρημα στο Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)