Μετάβαση στο περιεχόμενο

μποά

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: πουά

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μποά < γαλλική boa < λατινική boa (μεγάλο φίδι)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μποά ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη βόας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]