μποεμισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μποεμισμός αρσενικό
- ο τρόπος ζωής, η συμπεριφορά και η νοοτροπία των μποέμ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μποεμισμός
|