μπολσεβίκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπολσεβίκα | οι | μπολσεβίκες |
γενική | της | μπολσεβίκας | — | |
αιτιατική | την | μπολσεβίκα | τις | μπολσεβίκες |
κλητική | μπολσεβίκα | μπολσεβίκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπολσεβίκα < μπολσεβίκος + -α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπολσεβίκα θηλυκό
- θηλυκό του μπολσεβίκος
- ※ Εγώ είμαι η μπολσεβίκα, με τ’ αλάνια θα γλεντώ, / ρετσίνα θα ρουφάω, γλυκά θα τραγουδάω, / μεγαλεία δεν ψηφάω και τους μάγκες θ’ αγαπώ. (Από τραγούδι σε στίχους και μουσική του Παναγιώτη Τούντα, 1934
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπολσεβίκα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)