μπουρδελότσαρκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουρδελότσαρκα οι μπουρδελότσαρκες
      γενική της μπουρδελότσαρκας των (μπουρδελότσαρκων)
    αιτιατική την μπουρδελότσαρκα τις μπουρδελότσαρκες
     κλητική μπουρδελότσαρκα μπουρδελότσαρκες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπουρδελότσαρκα < μπουρδέλ(ο) + -ό- + τσάρκα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπουρδελότσαρκα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]