μπότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπότης | οι | μπότηδες |
γενική | του | μπότη | των | μπότηδων |
αιτιατική | τον | μπότη | τους | μπότηδες |
κλητική | μπότη | μπότηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπότης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπότης αρσενικό
- κανάτα (Κερκυραϊκά)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Μπότηδες, τοπικό έθιμο της Κέρκυρας όπου σπάνε κανάτες στο δρόμο το Μεγάλο Σάββατο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπότης
|