μυσαρότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μυσαρότης αἱ μυσαρότητες
      γενική τῆς μυσαρότητος τῶν μυσαροτήτων
      δοτική τῇ μυσαρότητι ταῖς μυσαρότησι(ν)
    αιτιατική τὴν μυσαρότητα τὰς μυσαρότητᾰς
     κλητική ! μυσαρότης μυσαρότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυσαρότης ελληνιστική κοινή ή μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική μυσαρό(ς) + -της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μυσαρότης, -ητος θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]