ναρκαλιευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ναρκαλιευτής αρσενικό
- (ναυτικός όρος) στρατιωτικός τεχνικός ειδικευμένος στην ανίχνευση και εξουδετέρωση των ναρκών
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναρκαλιευτής
|