ναυτάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ναυτάκι | τα | ναυτάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ναυτάκι | τα | ναυτάκια |
κλητική | ναυτάκι | ναυτάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ναυτάκι < υποκοριστικό του ναύτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ναυτάκι ουδέτερο
- ο ναύτης (χαϊδευτικά)
- ο νεαρός ναύτης, ναυτόπουλο
- παιδί ντυμένο με ναυτικά ρούχα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ναυτάκι
|