νησαντήρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νησαντήρι τα νησαντήρια
      γενική του νησαντηριού των νησαντηριών
    αιτιατική το νησαντήρι τα νησαντήρια
     κλητική νησαντήρι νησαντήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νησαντήρι < → δείτε τη λέξη νισαντήρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νησαντήρι ουδέτερο

  • (ανεπίσημο, χημεία) άλλη γραφή του νισαντήρι
    ※  Η διαδικασία του γανώματος ήταν πολύ δύσκολη και ανθυγιεινή. Έφερνε τα σκεύη στο στέκι του (χαλκοματάδικο) και έγραφε σε ποιον ανήκε το καθένα. Εκεί υπήρχαν όλα τα απαραίτητα υλικά και εργαλεία: Το καλάϊ (κασσίτερος), το σπίρτο (υδροχλωρικό οξύ), το νησαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο), το τσιμπίδι με το οποίο κρατούσε το χάλκωμα πάνω από τη φωτιά, ένα μεγάλο ταψί (ταβλάς), που εκεί μέσα έριχνε τα μικρά κομμάτια καλάϊ που περίσσευαν για να τα ξαναχρησιμοποιήσει.
    Λαμία: Ο γανωτηηής! μπακίρια γανώνωωωω, ο γανωτηηής! lamiareport.gr, 16 Φεβρουαρίου 2012
    ※  Το καλάι μαζί με το σπίρτο (υδροχλωρικό οξύ) και το νησαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο) χρησιμοποιείται για την κάλυψη (το καλάισμα, το γάνωμα) τής εσωτερικής επιφάνειας των χάλκινων σκευών, για προστασία από την δηλητηριώδη οξείδωση τού χαλκού (αγουζά).
    Θανάσης Γ. Ανωγιάτης, Λέξεις που αποχωρούν, Πρεβεζάνικα Χρονικά, Αρ. 55-56, 2019, σελ. 260
    ※  Είναι μια τεχνική με την οποία ασχολούνταν παλαιότερα ειδικοί τεχνίτες που τους λέγαν γανωτάδες, γανωτζήδες, χαλκοματάδες και μπακιρτζήδες. Αυτοί γύριζαν στις γειτονιές και μάζευαν αυτά τα σκευή. Καθάριζαν σχολαστικά τις επιφάνειες κάθε σκεύους που επρόκειτο να γανωθεί με την χρησιμοποίηση χλωριούχου αμμωνίου (το γνωστό “νησαντήρι”).
    Τα παλιά επαγγέλματα, tirnavospress.gr, 9 Φεβρουαρίου 2021

Μεταφράσεις[επεξεργασία]