νικητήρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νικητήριο | τα | νικητήρια |
γενική | του | νικητήριου & νικητηρίου |
των | νικητήριων & νικητηρίων |
αιτιατική | το | νικητήριο | τα | νικητήρια |
κλητική | νικητήριο | νικητήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νικητήρια < αρχαία ελληνική νικητήρια, ουδέτερο του νικητήριος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νικητήρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νικητήρια
|