νιτροβάμβακας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νιτροβάμβακας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νιτροβάμβακας αρσενικό
- ισχυρό εκρηκτικό από νιτροκυτταρίνη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νιτροβάμβακας