νιτροβάμβακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νιτροβάμβακας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νιτροβάμβακας αρσενικό
- ισχυρό εκρηκτικό από νιτροκυτταρίνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νιτροβάμβακας