νομισματοσυλλέκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νομισματοσυλλέκτης αρσενικό
- ο συλλέκτης νομισμάτων με ιστορική-αρχαιολογική αξία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νομισματοσυλλέκτης
|