νταρμστάντιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νταρμστάντιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική darmstadtium < γερμανική Darmstadt (το Ντάρμστατ, πόλη στη Γερμανία, όπου παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το στοιχείο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νταρμστάντιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) τεχνητό, ραδιενεργό χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 110 και χημικό σύμβολο το Ds
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νταρμστάντιο | τα | νταρμστάντια |
γενική | του | νταρμστάντιου | των | νταρμστάντιων |
αιτιατική | το | νταρμστάντιο | τα | νταρμστάντια |
κλητική | νταρμστάντιο | νταρμστάντια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νταρμστάντιο
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)