ντουντούκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντουντούκα οι ντουντούκες
      γενική της ντουντούκας
    αιτιατική την ντουντούκα τις ντουντούκες
     κλητική ντουντούκα ντουντούκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντουντούκα < (άμεσο δάνειο) τουρκική düdük +
Άντρας μιλάει στο πλήθος μέσω ντουντούκας.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /duˈdu.ka/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ντουντούκα θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]