ξανάσασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξανάσασμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξανάσασμα ουδέτερο
- η εκ νέου αναπνοή
- η ανακούφιση, το ξαλάφρωμα, η ξεκούραση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξανάσασμα
|