ξεστραβώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεστραβώνω < ξε- + στραβώνω < στραβός < αρχαία ελληνική στραβός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)twer- / *(s)tur- (στρέφω, περιστρέφω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kse.stɾaˈvo.no/
Ρήμα
[επεξεργασία]ξεστραβώνω (παθητική φωνή: ξεστραβώνομαι)
- ισιώνω κάτι στραβό
- Μήπως μπορείς να ξεστραβώσεις την κεραία;
- (λαϊκότροπο) (υβριστικό) ενημερώνω τρόπον τινά κάποιον, τον κάνω να ανοίξει τα μάτια του και να γνωρίσει την αλήθεια ή να πάψει να εθελοτυφλεί (κυρίως το μεσοπαθητικό)
- Άντε ρε διάβασε και καμιά εφημερίδα να ξεστραβωθείς που ζεις στην κοσμάρα σου
- Μάγκα μου, αυτή γουστάρει το Νίκο. Ξεστραβώσου και βρες καμια άλλη
- τυφλώνω, στραβώνω κάποιον με τους προβολείς του αυτοκινήτου μου ή με άλλο τρόπο, κουράζω τα μάτια μου
- Δεν έχεις μεσαία φώτα κυρά μου; Μας ξεστράβωσες
- Ξεστραβώθηκα να διαβάζω όλη νύχτα
- Με ξεστράβωσε το μέγεθος της γραμματοσειράς
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ξεστράβωμα
- ξεστραβωμένος
- → δείτε τις λέξεις στραβώνω και στραβός
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεστραβώνω | ξεστράβωνα | θα ξεστραβώνω | να ξεστραβώνω | ξεστραβώνοντας | |
β' ενικ. | ξεστραβώνεις | ξεστράβωνες | θα ξεστραβώνεις | να ξεστραβώνεις | ξεστράβωνε | |
γ' ενικ. | ξεστραβώνει | ξεστράβωνε | θα ξεστραβώνει | να ξεστραβώνει | ||
α' πληθ. | ξεστραβώνουμε | ξεστραβώναμε | θα ξεστραβώνουμε | να ξεστραβώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεστραβώνετε | ξεστραβώνατε | θα ξεστραβώνετε | να ξεστραβώνετε | ξεστραβώνετε | |
γ' πληθ. | ξεστραβώνουν(ε) | ξεστράβωναν ξεστραβώναν(ε) |
θα ξεστραβώνουν(ε) | να ξεστραβώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεστράβωσα | θα ξεστραβώσω | να ξεστραβώσω | ξεστραβώσει | ||
β' ενικ. | ξεστράβωσες | θα ξεστραβώσεις | να ξεστραβώσεις | ξεστράβωσε | ||
γ' ενικ. | ξεστράβωσε | θα ξεστραβώσει | να ξεστραβώσει | |||
α' πληθ. | ξεστραβώσαμε | θα ξεστραβώσουμε | να ξεστραβώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεστραβώσατε | θα ξεστραβώσετε | να ξεστραβώσετε | ξεστραβώστε | ||
γ' πληθ. | ξεστράβωσαν ξεστραβώσαν(ε) |
θα ξεστραβώσουν(ε) | να ξεστραβώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεστραβώσει | είχα ξεστραβώσει | θα έχω ξεστραβώσει | να έχω ξεστραβώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεστραβώσει | είχες ξεστραβώσει | θα έχεις ξεστραβώσει | να έχεις ξεστραβώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεστραβώσει | είχε ξεστραβώσει | θα έχει ξεστραβώσει | να έχει ξεστραβώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεστραβώσει | είχαμε ξεστραβώσει | θα έχουμε ξεστραβώσει | να έχουμε ξεστραβώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεστραβώσει | είχατε ξεστραβώσει | θα έχετε ξεστραβώσει | να έχετε ξεστραβώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεστραβώσει | είχαν ξεστραβώσει | θα έχουν ξεστραβώσει | να έχουν ξεστραβώσει |
|