ξεχόλιασμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξεχόλιασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ξεχολιάζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεχόλιασμα
|