ξεχόλιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεχόλιασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ξεχολιάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεχόλιασμα
|