οικοανάπτυξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οικοανάπτυξη | οι | οικοαναπτύξεις |
γενική | της | οικοανάπτυξης* | των | οικοαναπτύξεων |
αιτιατική | την | οικοανάπτυξη | τις | οικοαναπτύξεις |
κλητική | οικοανάπτυξη | οικοαναπτύξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οικοαναπτύξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οικοανάπτυξη < οικο- + ανάπτυξη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ecodevelopment)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οικοανάπτυξη θηλυκό
- (οικολογία) η ανάπτυξη οικολογικών συστημάτων
- (οικολογία) η ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων λαμβάνοντας υπόψη περιβαλλοντικούς παράγοντες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οικοανάπτυξη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα οικο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)