οικογενειάρχης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οικογενειάρχης οι οικογενειάρχες
      γενική του οικογενειάρχη των οικογενειαρχών
    αιτιατική τον οικογενειάρχη τους οικογενειάρχες
     κλητική οικογενειάρχη οικογενειάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οικογενειάρχης < οικογένεια + -άρχης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οικογενειάρχης αρσενικό

  • ο άντρας που επωμίζεται όλες τις ευθύνες που συνεπάγεται η οικογένεια και η ανατροφή των παιδιών

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]