οκρίβαντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οκρίβαντας < (ελληνιστική κοινή) ὀκρίβας < ὄκρις + βαίνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οκρίβαντας αρσενικό
- το καβαλέτο, το οποίο χρησιμοποιούν οι ζωγράφοι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οκρίβαντας
|