οξυκέρασος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οξυκέρασος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.ksiˈce.ɾa.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ξυ‐κέ‐ρα‐σος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οξυκέρασος θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οξυκέρασος
→ δείτε τη λέξη βυσσινιά |