ορνιθοσκάλισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ορνιθοσκάλισμα τα ορνιθοσκαλίσματα
      γενική του ορνιθοσκαλίσματος των ορνιθοσκαλισμάτων
    αιτιατική το ορνιθοσκάλισμα τα ορνιθοσκαλίσματα
     κλητική ορνιθοσκάλισμα ορνιθοσκαλίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορνιθοσκάλισμα < όρνιθα + σκάλισμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ορνιθοσκάλισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]