οροδιαγνωστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οροδιαγνωστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου οροδιαγνωστικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική serodiagnosis)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οροδιαγνωστική θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του οροδιάγνωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οροδιαγνωστική
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)