οστεΐτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστεΐτιδα οι οστεΐτιδες
      γενική της οστεΐτιδας των οστεΐτιδων
    αιτιατική την οστεΐτιδα τις οστεΐτιδες
     κλητική οστεΐτιδα οστεΐτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οστεΐτιδα < ὀστέ(ον) + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οστεΐτιδα θηλυκό ή οστίτιδα

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη  οστό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]