οστίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οστίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ostitis < αρχαία ελληνική ὀστοῦν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οστίτιδα θηλυκό ή οστεΐτιδα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη οστό