οφίτσιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οφίτσιο | τα | οφίτσια |
γενική | του | οφίτσιου | των | οφίτσιων |
αιτιατική | το | οφίτσιο | τα | οφίτσια |
κλητική | οφίτσιο | οφίτσια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οφίτσιο ουδέτερο
- άλλη μορφή του οφίκιο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- εξ οφίτσιο:
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οφίτσιο
|