πάστωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πάστωμα | τα | παστώματα |
γενική | του | παστώματος | των | παστωμάτων |
αιτιατική | το | πάστωμα | τα | παστώματα |
κλητική | πάστωμα | παστώματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάστωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πάστωμα ουδέτερο
- συντήρηση τροφίμων μέσα σε ξύδι ή άλμη· συνήθως τα τρόφιμα έμπαιναν σε σειρές εναλλάξ με το αλάτι μέσα σε ξύλινα βαρέλια ή πήλινα πιθάρια