παγωτιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παγωτιέρα | οι | παγωτιέρες |
γενική | της | παγωτιέρας | — | |
αιτιατική | την | παγωτιέρα | τις | παγωτιέρες |
κλητική | παγωτιέρα | παγωτιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ɣoˈtçe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐γω‐τιέ‐ρα
- παρώνυμο: παγωνιέρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παγωτιέρα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παγωτιέρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιέρα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)