παιδεραστία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιδεραστία < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παιδεραστία θηλυκό
- η σύναψη σεξουαλικών σχέσεων με ανηλίκους