παιχνιδοκονσόλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παιχνιδοκονσόλα θηλυκό
- (νεολογισμός) κονσόλα με την οποία παίζονται ηλεκτρονικά παιχνίδια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παιχνιδοκονσόλα