παλιομερολογίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλιομερολογίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλιομερολογίτης αρσενικό
- → δείτε τη λέξη παλαιοημερολογίτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλιομερολογίτης
|