παλιόσπιτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλιόσπιτο ουδέτερο
- σπίτι (κτίσμα) σε κακή κατάσταση λόγω παλαιότητας ή εγκατάλειψης
- (μεταφορικά) πορνείο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλιόσπιτο
|