παπάχα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παπάχα | οι | παπάχες |
γενική | της | παπάχας | των | παπάχων |
αιτιατική | την | παπάχα | τις | παπάχες |
κλητική | παπάχα | παπάχες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παπάχα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈpa.xa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐πά‐χα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παπάχα θηλυκό
- είδος σκούφου φτιαγμένο από προβιά
- ※ Η αστραχάνινη παπάχα, στραβοβαλμένη στο ξουρισμένο κεφάλι του, του 'κρυβε το δεξί αυτί.
- Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941
- ※ Η αστραχάνινη παπάχα, στραβοβαλμένη στο ξουρισμένο κεφάλι του, του 'κρυβε το δεξί αυτί.