παπαρουνίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παπαρουνίτσα οι παπαρουνίτσες
      γενική της παπαρουνίτσας
    αιτιατική την παπαρουνίτσα τις παπαρουνίτσες
     κλητική παπαρουνίτσα παπαρουνίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παπαρουνίτσα < παπαρούνα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παπαρουνίτσα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • παπαρουνίτσα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)