παπατρέχας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παπατρέχας | ||
γενική | του | παπατρέχα | ||
αιτιατική | τον | παπατρέχα | ||
κλητική | παπατρέχα | |||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παπατρέχας αρσενικό, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παπατρέχας
|