παποριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παποριά | οι | παποριές |
γενική | της | παποριάς | των | παποριών |
αιτιατική | την | παποριά | τις | παποριές |
κλητική | παποριά | παποριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παποριά < παπόρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παποριά θηλυκό
- (ναυτικός όρος, λαϊκότροπο) μέση συμβατική ποσότητα ατόμων η φορτίου μιας μεταφοράς με παπόρι.
- τα αυτοκίνητα που περιμένουν στο λιμάνι είναι δύο παποριές, δεν θα φορτωθούν όλα σ΄ αυτό το δρομολόγιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παποριά
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)