παποριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παποριά οι παποριές
      γενική της παποριάς των παποριών
    αιτιατική την παποριά τις παποριές
     κλητική παποριά παποριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παποριά < παπόρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παποριά θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος, λαϊκότροπο) μέση συμβατική ποσότητα ατόμων η φορτίου μιας μεταφοράς με παπόρι.
    τα αυτοκίνητα που περιμένουν στο λιμάνι είναι δύο παποριές, δεν θα φορτωθούν όλα σ΄ αυτό το δρομολόγιο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]