παραμάγερας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραμάγερας < παραμάγειρας
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.raˈma.ʝe.ras/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐μά‐γε‐ρας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραμάγερας αρσενικό
- (επάγγελμα) άλλη μορφή του παραμάγειρας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραμάγερας
|