παρμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παρμός | οι | παρμοί |
γενική | του | παρμού | των | παρμών |
αιτιατική | τον | παρμό | τους | παρμούς |
κλητική | παρμέ | παρμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρμός αρσενικό
- άλλη μορφή του πάρσιμο
- άλλη μορφή του παρμάρα