παστρουμάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παστρουμάς < παστουρμάς < τουρκικά pastırma
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παστρουμάς αρσενικό
- άλλη μορφή του παστουρμάς
παστρουμάς αρσενικό