πατόζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατόζα οι πατόζες
      γενική της πατόζας των πατόζων
    αιτιατική την πατόζα τις πατόζες
     κλητική πατόζα πατόζες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

αβέβαιου ετύμου, με πιθανά τα

  • (μάλλον ορθό) ισπανικά: patosa (άγαρμπη, άτσαλη, ατζαμού, ατσούμπαλη, αμπλαούμπλω, εξυπνάκισσα, ταραξίας)
  • (μάλλον εσφαλμένο) πατάω, πατώ, πατώνω, πατο- + -όζα όπως μπουλντόζα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

η πατόζα (el) θηλυκό