πατώ επί πτωμάτων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πατώ επί πτωμάτων < (καθαρεύουσα ) πατῶ, ἐπί & γενική πληθυντικού πτωμάτων → δείτε τις λέξεις πατάω, πατώ, επί και πτώμα
Προφορά[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
πατώ επί πτωμάτων
- (λόγιο) είμαι αδίστακτος και βλάπτω άλλους, με σκοπό να πετύχω και να εξασφαλίσω τα δικά μου συμφέροντα, φέρομαι χωρίς ηθικές αναστολές
- ↪ Πάτησαν επί πτωμάτων, προκειμένου να αναρριχηθούν στις υψηλότερες θέσεις του κόμματος.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- πατάω επί πτωμάτων
- βαδίζω επί πτωμάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πατώ επί πτωμάτων
|
Πηγές[επεξεργασία]
- πτώμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πτώμα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)